Monthly Archives: June 2014

ένα χοντρό αδιαφανές κρύ­σταλλο

Οι βροντές έκοβαν τα λόγια του, σαν να συλλάβιζε η καταιγίδα, ενώ τα χέρια του δού­λευαν στα τυφλά. Όπως τελειώναμε, μας σκέπασε η ο­μίχλη κι έπιασε μια βροχή, αυτή που λένε ότι άνοιξαν οι καταρράχτες του ουρανού και δε βλέπαμε ο ένας τον άλλο, σαν να μας χώριζε ένα χοντρό αδιαφανές κρύ­σταλλο. Κατεβαίναμε αργά, προσεχτικά. Οι πιο πολλοί καναπεδες σκόρπισαν, πέντ’ έξι με χοντρά μπράτσα έ­βγαλαν τα παντελόνια και τ’ άρβυλα και κολυμπούσαν γυμνοί στη βροχή, σαν επιδειξιμανή τραπέζια, κι ύστερα άρχισαν να παλεύουν με σώματα γλιστερά που ξέφευγαν σαν γκαστρωμένα χέλια κι έριχναν ο ένας τον άλλο κάτω με λαβές, έβγαζαν χρώματα σαν να έβαφαν τραπέζια και ερωτοτροπούσαν με αλαλαγμούς όπως του δρόμου τα ξύλα.
Εμείς οι δύο, η μοτοσικλέτα κι η βροχή είχαμε γίνει ένα και μόνο προϊστορικό πλάσμα που βρυχόταν στο χείμαρρο του δρόμου. Πλοηγούσαμε στα τυφλά, στο βυ­θό, σπάζοντας την τζαμαρία της βροχής, μότο κρος στο θολό της ενυδρείο.