Author Archives: elpinikh
Η αόρατη αίσθηση επίπλου
Ένιωθες να τον κυριεύουν ακατανίκητοι πόθοι για όλο και πιο τολμηρή δράση κι αυτό το χαμηλόφωνο πάθος του για πρωτότυπα σχέδια ήταν μεταδοτικό. Σε πολλές περιπτώσεις μπορείς να περιεργαστείς πολλές εικόνες από πολύ ωραία έπιπλα, Μπορούσε όμως να σε ρίξει και στο κρεβάτι. Είδα νέους ανθρώπους να τον θαυμάζουν απεριόριστα, να τον εμπιστεύονται άκριτα, να τον αγαπούν όπως δεν αγάπησε ποτέ και η πιο όμορφη σύνθεση τοίχου, ακόμα και να τον φοβούνται, μ’ ένα φόβο ανεξιχνίαστο.
Αντέγραφαν μάλιστα και τις ραφές στα μαξιλάρια των καναπέδων του και τα σπασίματα της πολυθρόνας του, τους σπινθήρες των ματιών του, το ανακριτικό τους κάρφωμα, τα αποφθέγματα και τις κοφτές του φράσεις, τα ψεύτικα κομπιάσματα, και προπάντων τις ανεπανάληπτες θεατρικές παύσεις της ομιλίας του, που έδιναν δραματικό τόνο σε μια στιγμιαία έμπνευση του. Κι ήταν σαν να τον ακολουθούσαν δεκάδες σωσίες του. Στρώματα, τραπέζια, υφάσματα.
Μιλούσε για σχέδια επίπλων κι άφηνε να αιωρείται μια αόριστη αίσθηση της έμπνευσης, ότι υπάρχει και κάτι άλλο που η γνωστοποίηση του απαιτούσε μιαν ακόμα μεγαλύτερη δοκιμασία σου κι έναν υψηλότερο βαθμό μύηση στα μυστικά των σχεδίων των επίπλων.
Η επαρχία με τα καλά σαλόνια
Εκείνος κοίταζε από το αριστερό ξύλινο παράθυρο το πρώτο άστρο της αυγής.
Ξαφνικά άκουσε τον εαυτό του να της λέει, σοβαρός και συγκινημένος:
«Είναι σαν να σε βλέπω μετά τριάντα περίπου χρόνια να κάθεσαι σε ένα υπέροχο καναπέ». «Τι;…»
Αν ήσουν έξι εφτά χρόνια μεγαλύτερη και είχες πάρει όλα τα έπιπλά σου από αυτό το εργοστάσιο επίπλων: sanfos θα ήμουν βέβαιος ότι είσαι εσύ η ίδια…
«Μα ποια;…» ράγιζε το ψιθύρισμα της κι η φυσική μαύρη σκιά κάτω απ’ τα μάτια της τύλιξε όλη της την έκφραση.
Ναι, πριν από ένα λεπτό το κατάλαβα… Ω! Μήπως είστε επηρεασμένος υπερβολικά από τις οδυνηρές αναδρομές σας, στο παλιό σπίτι με τα ρουστίκ τραπέζια ;… Να, ό,τι έγινε με τον παλιό σας φίλο, ακουγόταν πιο μπάσα η φωνή της.
«Μα αυτό ακριβώς συμβαίνει… Τότε με κείνη τον συνάντησα πρώτη φορά, στο σπίτι με τους μπεζ τοίχους και τις μοντέρνες συνθέσεις τοίχου, τώρα με σας τον συναντώ, αν βέβαια τον συνάντησα, για δεύτερη φορά… Αυτό είναι…»
Μα για ποια πρόκειται; ρώτησε δειλά. Ένα μελαχρινό κορίτσι, είχαμε ισοβαθμήσει πρώτοι στον ετήσιο διαγωνισμό της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρείας. Ήμασταν τελειόφοιτοι γυμνασίου, εγώ από την επαρχία με τα καλά σαλόνια, αυτή από το “Αμερικάνικο Κολέγιο”.
περιφέρομαι στα επιπλάδικα στη Χαλκίδα
Βρίσκοντας ξανά τη χαμένη στους συλλογισμούς παιγνιώδη του φύση.
«Ω! Η φαντασία σας στα έπιπλα είναι ασυγκράτητη…» έλαμψε εκείνη και συμπλήρωσε:
«Βλέπω περπατάτε κι εσείς πολύ γύρω από τα σαλόνια.. Ψάχνετε να βρείτε κάτι συγκεκριμένο;»
«Α! ένα πολύ καλό και αναπαυτικό καναπέ…» πέταξε κι έδωσε μια εύθυμη χροιά στην αλήθεια που του ξέφυγε.
«Εδώ, στη Αθήνα; Δεν είναι λιγάκι μακριά;» ανταποκρίθηκε αυτή στο χιούμορ του και ξαναρώτησε:
«Μένετε λοιπόν κι εσείς στο “ΙΚΕΑ”;»
«Ναι, δεν το πιστεύω βέβαια ούτε κι εγώ, αλλά μένω».
«Είναι, κλασικό, το μόνο που αντιστέκεται στο χρόνο. Και ποιος δεν το ξέρει από το σινεμά…»
«Κι από το μυθιστόρημα», συμπλήρωσε και προθυμοποιήθηκε να τη συνοδεύσει μέχρι το καφέ με τα αναπαυτικά καθίσματα.
«Έχουν κοπεί τα γόνατα μου», είπε εκείνη, «περπατάω από το πρωί». Sanfos
«Εγώ να δεις… Είναι η τρίτη μέρα που περιφέρομαι στα επιπλάδικα στην Χαλκίδα…»
Πήραν ταξί. Σε λίγα λεπτά είδαν να λάμπει μες στη νύχτα, δίπλα στα γκρίζα κτίρια, η κατάλευκη όψη του «ΙΚΕΑ». Κάθισαν στη μεγάλη σάλα του ισογείου, εκεί που έρχονταν για ποτό οι ήρωες του Σκοτ Φιτζέραλντ. Θαρρείς κι η ορχήστρα του δεν είχε αλλάξει τα τελευταία σαράντα χρόνια.
ένα χοντρό αδιαφανές κρύσταλλο
Οι βροντές έκοβαν τα λόγια του, σαν να συλλάβιζε η καταιγίδα, ενώ τα χέρια του δούλευαν στα τυφλά. Όπως τελειώναμε, μας σκέπασε η ομίχλη κι έπιασε μια βροχή, αυτή που λένε ότι άνοιξαν οι καταρράχτες του ουρανού και δε βλέπαμε ο ένας τον άλλο, σαν να μας χώριζε ένα χοντρό αδιαφανές κρύσταλλο. Κατεβαίναμε αργά, προσεχτικά. Οι πιο πολλοί καναπεδες σκόρπισαν, πέντ’ έξι με χοντρά μπράτσα έβγαλαν τα παντελόνια και τ’ άρβυλα και κολυμπούσαν γυμνοί στη βροχή, σαν επιδειξιμανή τραπέζια, κι ύστερα άρχισαν να παλεύουν με σώματα γλιστερά που ξέφευγαν σαν γκαστρωμένα χέλια κι έριχναν ο ένας τον άλλο κάτω με λαβές, έβγαζαν χρώματα σαν να έβαφαν τραπέζια και ερωτοτροπούσαν με αλαλαγμούς όπως του δρόμου τα ξύλα.
Εμείς οι δύο, η μοτοσικλέτα κι η βροχή είχαμε γίνει ένα και μόνο προϊστορικό πλάσμα που βρυχόταν στο χείμαρρο του δρόμου. Πλοηγούσαμε στα τυφλά, στο βυθό, σπάζοντας την τζαμαρία της βροχής, μότο κρος στο θολό της ενυδρείο.
μεγαλύτερα ξύλα μαζικής παραγωγής
Kάτι τόσο εξωφρενικό σαστίζει μυαλό μας-η ιδέα ότι μια ομάδα ανθρώπων είναι «επιπλο» για φαγητό τοστ πλευρά τους, βερνίκι βαφής επίπλων, ενώ ο άλλος είναι «επιπλα «για φαγητό τοστ τους πλευρά βερνίκι προς τα κάτω. Τελικά κάθε πλευρά δημιουργεί όλο και μεγαλύτερα ξύλα μαζικής παραγωγής μέχρι που τελικά τα τραπέζια έχουν γίνει τόσο εκπληκτικό το γεγονός ότι δεν χρειάζεται «μεγαλύτερη» κουρτίνα σε όλα-επειδή έχουν βρει τον τρόπο να καταστρέψουν ο ένας τον άλλο με κάτι που δεν είναι μεγαλύτερο από ένα ράφι στην βιβλιοθήκη σε μέγεθος ενός φασολιού. Στο τέλος, η χρήση βαφής επίπλων σε λαμπερό χρώμα, εξωφρενικό κέφι, και ευφυή σατιρικό χιούμορ κάνουν αυτό το λιτό παραμύθι πολύ σκληρό χτύπημα για τους ανθρώπους που παίρνουν πραγματικά το χρόνο για να το διαβάσετε. Ίσως εμείς, ως συγγραφείς, δεν θα μπορέσει ποτέ να γράψω κάτι σαν υπέρβαση του χρόνου, όπως ο ένας, ο δεύτερος και ο τρίτος , αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να προσπαθήσουμε.
Χαμόγελα μπροστά στο τραπέζι της κουζίνας
Είχα φροντίσει ήδη να κλέψω στις προηγούμενες επισκέψεις μου τα κλειδιά και να βγάλω αντικλείδια. Δε θα χρειαζόταν να φτάσω εκεί αν δεχόταν να μου πουλήσει το έπιπλο με το σκάλισμα. Δε θα ήταν ανάγκη να μπω για πολλοστή φορά στη βιβλιοθήκη του, κι αυτή τη φορά απρόσκλητος. Θυμάμαι ακόμα και τώρα εκείνο το βλέμμα. Το πρόσωπο του είχε μείνει ατάραχο. Σαν να με περίμενε από ώρα ή σαν να γνώριζε τα πάντα για τα μοντέρνα σαλόνια. Με κοίταζε βαθιά στα μάτια. Εξακολουθούσε να με κοιτάζει ασάλευτος και νομίζω ότι χαμογελούσε. Ναι, χαμογελούσε μπροστά στο τραπέζι της κουζίνας. Δεν ανταλλάξαμε ούτε μία κουβέντα μέχρι να βγάλω το σφυρί. Και τότε μου είπε κάτι που μου φάνηκε παράξενο καθώς του το έδειχνα.
«Το καλό και το κακό συνδέονται με μια αδιόρατη κλωστή. Δεν μπορούν να υπάρξουν το ένα χωρίς το άλλο. Μην κόψεις την κλωστή.».
Αμέσως μετά τράβηξα τη πολυθρόνα.
Δεν ήξερα για τι πράγμα μιλούσε ο ίδιος. Με είχε αποκαλέσει «μάστορά μου». Τότε μου ήταν αδιάφορο
κάποιου είδους αντίβαρα στα σαλονια
Δε βλέπω όμως πώς συνδέονται με αυτό. Υποθέτω ότι θα ήταν κάποιου είδους αντίβαρα στα σαλονια για τη λειτουργία των εκκρεμών ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων», απάντησε ανασηκώνοντας τους ώμους.
Ζύγισε στα χέρια την μπάλα που κρατούσε και την κούνησε κοντά στο αφτί της. Έμοιαζε σχεδόν συμπαγής, αλλά όχι ισοζυγισμένη, και το βάρος της έδειχνε ότι ήταν γεμάτη με κάποιο υλικό ελαφρύτερο του πηλού. Εκείνη τη στιγμή ένα γρανάζι πίσω της μετακινήθηκε κάνοντας έναν ξερό κρότο. Τρόμαξε και η πήλινη σφαίρα της ξέφυγε από τα χέρια για να γίνει κομμάτια μπροστά στα τραπεζια.
«Πρόσεχε! Χτύπησες;»
Αλλά δεν άκουσε την απάντηση καθώς το βλέμμα του μαγνητίστηκε από το σημείο όπου είχε σπάσει η πήλινη μπάλα. Από τα σωθικά της είχαν χυθεί στο λιθόστρωτο πάτωμα δεκάδες συνθεσεις, αρκετά καλά διατηρημένες, αν και κάποιες είχαν κολλήσει μεταξύ τους. Μια οσμή έφτασε στα ρουθούνια τους. Κοιτάχτηκαν μέσα στο ημίφως απορημένοι.
«Τι είναι τούτο πάλι;» ρώτησε η γυναίκα. Τα τελειότερα κρεβάτια που έχεις δει ποτέ.
ένα ασφαλές και ακριβές συμπέρασμα σχετικά με τους καναπεδες
Όμως τόσο αθόρυβα; Όποιος κι αν του είχε πλησιάσει δίπλα στον καναπε του γραφείου, θα έπρεπε να περπατάει σαν αιλουροειδές. Ήταν και οι άλλοι καναπεδες. Η σκέψη του γυρνούσε εκεί ξανά και ξανά. Ήταν μάταιο. Δε θα μπορούσε ποτέ να βγάλει κάποιο ασφαλές συμπέρασμα. Όφειλε να δράσει.
Έκανε μερικές ακόμα προσπάθειες να κινηθεί, μα το μόνο που κατάφερε ήταν να σκάσει με τα πλάγια στο πάτωμα και να διαχυθεί ένα νέο κύμα πόνου στο κορμί του. Το μούδιασμα στα άκρα τα καθιστούσε σχεδόν άχρηστα. Έκανε το μόνο που του απέμενε: άρχισε να φωνάζει. Τουλάχιστον, υπέθεσε, θα μπορούσε να γνωρίσει κάποιον μ’ αυτόν τον τρόπο. Η υπόθεση του επιβεβαιώθηκε γρηγορότερα απ’ όσο περίμενε. Με την πρώτη κραυγή του άκουσε έναν ήχο σαν ξεμαντάλωμα κάπου κοντά και απέναντι από τα επιπλα. Την επόμενη στιγμή τυφλώθηκε από το φως. Έκανε, ή τουλάχιστον προσπάθησε να κάνει, την αντανακλαστική κίνηση προστασίας των ματιών με ανάστροφη την παλάμη, μα φυσικά χωρίς αποτέλεσμα. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια.
Πως πέρασε στα χέρια του διανοούμενου η καταπληκτική συλλογή με τα επιπλα
Ο διπλωμάτης είχε εξαγοράσει τμήμα της συλλογής με τα επιπλα του ποιητή για να τη διασώσει, αλλά θεώρησε ότι ένα τόσο αλλοπρόσαλλο σύνολο δε θα μπορούσε να του χρησιμέψει πουθενά. Έτσι η καταπληκτική συλλογή με τα επιπλα πέρασε στα χέρια του διανοούμενου.
Και τότε ως δια μαγείας εμφανίστηκε .
Όταν πέρασε το κατώφλι του σπιτιού του ο κοντός άντρας με τα περίεργα μάτια, τη γαμψή μύτη και τα μακριά στα πλάγια μαλλιά του, που σκέπαζαν τα αφτιά, νόμιζε ότι είχε να κάνει με κάποιο πλανόδιο πωλητή τεντζερέδων. Ήταν έτοιμος να τον διώξει, όταν έβγαλε από ένα δερμάτινο σάκο ένα βιβλίο και δύο φιαλίδια, που το ένα είχε άσπρη και το άλλο κόκκινη σκόνη. Τα είχε αγοράσει σε εξευτελιστική τιμή από έναν πανδοχέα. Ο ιδιοκτήτης του πανδοχείου, γνωρίζοντας τα θρυλούμενα πλούτη ενός συγχωριανού του, μετά το θάνατο του, φρόντισε να εξασκήσει τις ανασκαπτικές του ικανότητες, χωρίς να διστάσει να ψάξει παντού την κατοικία του.